Το Παρόν – Απόν Σώμα

Αερικά. Χρώματα χτυπητά. Νοιώθω ότι το μήνυμά τους είναι τόσο ζωτικό, όπως η ίδια μου
η ύπαρξη.

Ο ασυναίσθητος συνειρμός με εμπλέκει στο να δω ότι μέσα από την επανάληψη τα
χρώματα ορίζουν μια διάσταση χρόνου. Για παράδειγμα, στο Αερικό ΙΙΙ, το κόκκινο, το μπλε
ή το κίτρινο, εκεί όπου πέφτει τυχαία το μάτι μου, θα το συναντήσω και πιο κάτω ίσως
αλλοιωμένο αλλά κρατώντας κάτι από τη βασική διαφορά ενός μπλε από το κόκκινο. Τα
ανόμοια σχήματα επίσης διαφοροποιούν την εμπειρία μου, καθώς διατρέχω σε κλάσματα
δευτερολέπτων την επιφάνεια της μορφής. Πιο συγκεκριμένα, νοιώθω ότι το σώμα της
φιγούρας καθρεφτίζει τη συνειδητή μου εμπειρία τη χρονική αυτή στιγμή που το μάτι μου
μετακινείται ακατάστατα από ένα νοητό σημείο Α σε ένα σημείο Β. Η διαδρομή με γυρνάει
στον εαυτό μου. Αποκτάω επίγνωση του είναι μου και της εμπειρίας μου μέσω
αντανάκλασης: η στατικότητα της μορφής έρχεται σε σύγκρουση με ένα σώμα-σύμπαν
ρευστό χρωματικά και σχηματικά, όπως νοιώθω και εγώ, ότι δηλαδή ο εαυτός μου είναι
συνάμα στατικός και εν κινήσει (“the subject in process”, Κριστέβα 1987).

Δεν έχω αλλάξει οπτικά αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, η παραπάνω νοερή εμπειρική
διαδρομή πρόσθεσε όμως κάτι στο σύνολο του είναι μου. Έτσι, ωσάν το σώμα αυτό απέναντι
μου, που αν πάρω τα μάτια μου από αυτό γίνεται μνήμη, είμαι για τον άλλον και εγώ η ίδια
εμπειρία προσθετική, αποσπασματική, ακατάστατη και συνάμα διαφοροποιημένη. Η μορφή
λοιπόν προβληματίζει για το πώς αντιλαμβανόμαστε τον Άλλον, και σαν αντανάκλαση τον
ίδιο μας τον εαυτό: μια εικόνα, μια κούκλα ψεύτικη φτιαγμένη από προσθετική, έτοιμη να
γίνει ανά πάσα στιγμή μνήμη.

Ο Ανδρέας Ψαράκος θέτει εδώ το ερώτημα του αδιαχώριστου της ψυχικής διαδικασίας από
το σώμα, επειδή το σώμα απέναντι μου σε αντιδιαστολή με το δικό μου «ανοίγει», μου την
αποκαλύπτει, την κάνει ορατή. Δεν ενσαρκώνει απλώς την άϋλη εμπειρία και μνήμη μου που
είναι κάτι σαν αέρας-Αερικό αλλά θέτει με οξύ τρόπο το υπαρξιακό πρόβλημα: «τι είμαι εγώ
στα μάτια του άλλου;» Επιπλέον, το επάνω μέρος της φιγούρας, στα Αερικά, χωρίς χέρια, το
στρογγύλεμα της λεκάνης στο Αερικό ΙΙΙ, μοιάζουν με σχήμα μήτρας, μητρικό σώμα, καλούπι,
μήτρα, το οποίο με διαμόρφωσε και με ξαναγεννά ωσάν έναν εαυτό σε κίνηση και
επαναγέννηση. Το επάνω μέρος των Αερικών θα μπορούσε να είναι η πλάτη της καρέκλας,
καθώς στέκει αδιαφοροποίητο από τον έξω κόσμο, τον οποίο και συμβολίζει η καρέκλα. Τα
σπαράγματα που συνθέτουν τη μορφή είναι άμορφα και δεν μπορούμε να
συνειδητοποιήσουμε περί τίνος μιλούν. Εξάλλου όλες οι μορφές είναι χωρίς σεξ. Είναι ωσάν
να καθρεφτίζουν κάτι εσωτερικό που δεν βλέπεται, γιατί μέσα στην προσπάθεια μου να δω,
μου αρνούνται συγκεκριμένη απεικόνιση μέσα στο ασχημάτιστο σχήμα τους. Έτσι λοιπόν θα
έλεγα, ότι η καρέκλα σαν σύμβολο ανήκει στο συμβολικό, γλωσσικό «σώμα», ενώ η μορφή,
μέσα στην αδυναμία της να έχει μορφή, παραπέμπει στο προ-οιδιποδειακό σώμα (pre-oedipal
body) της μητέρας, ένα με τον έξω κόσμο, σε ένα πρώιμο στάδιο ανάπτυξης του εαυτού.

H συνειδητή μου διαδρομή στη φιγούρα κλωτσάει σε κάτι μουγκό, κάτι που στέκει μετέωρο με
δεμένο το στόμα, και όχι μόνο, δέσμιο αυτού του προ-γλωσσικού (pre-linguistic) κόσμου,
βαθιά θαμμένου στο υποσυνείδητο (Αερικό Ι). Άρα, τα Aερικά ενσαρκώνουν (Αερικό Ι) ή και
καθρεφτίζουν (Αερικό ΙΙΙ) μια μνήμη ασυνείδητη με βαρύνουσα, υπερμεγέθη σημασία πάνω
στον φτωχό εξωτερικό κόσμο-καρέκλα. Ανησυχητικά με βουβαίνουν και γίνομαι ένα
υποκείμενο μουγκό σαν και αυτά. Χρησιμοποίησα τα Αερικά σαν τον «κορμό», το ασυνείδητο
καλούπι γύρω από το οποίο παραμένει δέσμιο το ζωγραφικό σύμπαν των υπόλοιπων έργων
του Ανδρέα Ψαράκου.

Έργα όπως τα λουλούδια, τα ποδήλατα, οι ομπρέλες, τα καράβια είναι στην ακαμψία τής
σχηματικότητάς τους, κάτι παραπάνω από συνώνυμα της λέξης που υπαινίσσονται.
Προσομοιάζουν στο γράμμα, τον πυρήνα της λέξης, ως σύμβολα που απευθύνονται σε ένα
μετα-οιδιποδειακό υποκείμενο (m eta-oedipal subject) που ξέρει να διαβάζει. Παρόλα αυτά,
ναρκοθετούν την ακρότητα ενός αμιγούς συμβόλου παραπέμποντας σε πολιτισμούς
αρχαιότερους από το γράμμα, εκεί όπου κυριαρχούσε το ιδεόγραμμα, ένα μείγμα εικόνας και
γράμματος. Είναι σαν η γλώσσα να μην είναι ακόμα πλήρως αφομοιωμένη, κρατώντας
άρρηκτους δεσμούς με το προ-γλωσσικό επίπεδο.

Η Μπέττυ Μπουπ και ο Ποπάι, σαν κριτική χαρακτήρες καρτούν από κόμικς ή φιλμ,
απευθύνονται σε θεατές που είναι γλωσσικά, άρα πολιτισμικά και σεξουαλικά
διαφοροποιημένοι. Η Μπέττυ έχει φαν περισσότεροκορίτσια από ότι αγόρια.
Αλλά όπως και το Σάντα Μαρία είναι διαποτισμένα με έναλεξιλόγιο οικείο που δεν
μπορεί να ανακληθεί. Η σημαία, η άγκυρα, οι κουλούρες, ως σύμβολα φορτισμένα με
συναίσθημα σπάνε τα όρια της συνειδητής μνήμης και μας γεμίζουν από τη ζεστασιά
και θαλπωρή αυτού του νοσταλγικού, προ-οιδιποδειακού σύμπαντος, ένα με τη μητέρα.

Το σημαίνον αν και απών ξεπερνάει το σύμβολο (Κριστέβα 1987). Τα γλυπτά μοιάζουν
με παιχνίδια ωσάν ο καλλιτέχνης να επεμβαίνει στη μνήμη παίζοντας, να την παρωδεί,
να την επαναπροσεγγίζει και να την επαναπροσδιορίζει ασυνείδητα στο σήμερα. Αυτό
καθορίζει τον ίδιον ως μια ανοιχτή δομή σε εξέλιξη, και τα έργα της ψυχής του ωσάν
δεσμώτες ενός προ-οιδιποδειακού μυστικού που αλλάζει στο τώρα, ενώ ούτε εγώ ούτε
εκείνος το αντιλαμβανόμαστε. Από αυτήν την σκοπιά τα έργα του Ανδρέα Ψαράκου
ξεπερνούν την εξωτερική ποπ διάθεση και μπαίνουν στα βαθιά να αγγίξουν
προβληματισμούς του εαυτού και της ταυτότητας μιας μεταμοντέρνας εποχής.

Ελευθερία Διαμαντοπούλου
Ιστορικός Τέχνης